- δικαιοδόχος
- -οαυτός που αποδέχθηκε ή κληρονόμησε δικαιώματα άλλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιον + -δοχος < δέχομαιΗ λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δικαιοδόχος — ο, η αυτός στον οποίο μεταβιβάστηκαν τα δικαιώματα άλλου: Διαχειρίζεται την περιουσία ως δικαιοδόχος του πατέρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek
Γουόλτον, Σάμουελ Μουρ — (Samuel Moore Walton, Κίνγκφισερ, Οκλαχόμα 1918 – 1992). Αμερικανός επιχειρηματίας. Σπούδασε οικονομικά στο πανεπιστήμιο του Μισούρι και το 1945 άνοιξε το πρώτο του κατάστημα στο Νιούπορτ του Αρκάνσας, ως δικαιοδόχος για την αλυσίδα καταστημάτων… … Dictionary of Greek